χασικλής

χασικλής
ο, θηλ. χασικλού και χασικλίνα, Ν
1. χασισοπότης
2. (κατ' επέκτ.) ναρκομανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χασίς / χασίσι + κατάλ. -κλής (πρβλ. θερια-κλής, μερα-κλής), μέσω ενός τ. *χασισι-κλής, με απλολογία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χασικλής — ο θηλ. χασικλού, η (λ. τουρκ.), χασισοπότης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χασικλήδικος — η, ο, Ν [χασικλής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χασικλή 2. το ουδ. ως ουσ. το χασικλήδικο χασισοποτείο, τεκές. επίρρ... Χασικλήδικα σαν τον χασικλή …   Dictionary of Greek

  • χασισοπότης — ο, Ν 1. άτομο που καπνίζει χασίς, χασικλής 2. (κατ επέκτ.) άνθρωπος κατώτατης ηθικής υποστάθμης, ρεμάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασίς + πότης (πρβλ. καφε πότης, κρασο πότης). Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. χασισοπόται, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • χασισοπότης — ο αυτός που καπνίζει χασίσι, χασικλής: Είχε καταντήσει χασισοπότης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”